πρόμαχ'

πρόμαχ'
πρόμαχα , πρόμαχος
fighting before
neut nom/voc/acc pl
πρόμαχε , πρόμαχος
fighting before
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πρόμαχ' — Πρόμαχε , Πρόμαχος fighting before masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεών — ῶνος, ὁ, ΜΑ 1. ράβδος από κατεργασμένο σίδηρο 2. κατάστημα πώλησης μεταλλικών ειδών αρχ. χαλκευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επίθημα εών (πρβλ. προμαχ εών, φαρετρ εών). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η παραγωγή τής λ. από το αρσ. χαλκεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”